υποχωρώ — ὑποχωρῶ, έω, ΝΜΑ [χωρῶ] αποσύρομαι προς τα πίσω, οπισθοδρομώ, οπισθοχωρώ («ὡς εἶδον τὰς τῶν Πελοποννησίων ναῡς προσπλεούσας, ὑπεχώρησαν ἐς τὴν Σάμον», Θουκ.) νεοελλ. 1. υφίσταμαι καθίζηση ή πτώση («το έδαφος υποχώρησε κάτω από τα πόδια τους») 2.… … Dictionary of Greek
υποχωρώ — υποχωρώ, υποχώρησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
υποχωρώ — υποχώρησα 1. αμτβ., πηγαίνω προς τα πίσω, οπισθοχωρώ: Υποχώρησε ο εχθρός. 2. παθαίνω καθίζηση, κατολισθαίνω, βουλιάζω: Το έδαφος υποχώρησε. 3. αποβάλλω την ένταση, κόβω την ορμή μου: Υποχώρησε ο πυρετός. 4. μτφ., δέχομαι τη γνώμη άλλου: Υποχώρηοε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
είκω — εἴκω (Α) 1. υποχωρώ, αποσύρομαι, απομακρύνομαι 2. παραμερίζω σε ένδειξη τιμής 3. υποχωρώ, παραδίνομαι σε ψυχικό πάθος ή ορμή 4. (για καταστάσεις) ενδίδω, υποκύπτω στις περιστάσεις 5. (με γεν.) αποχωρώ από μια θέση 6. (μτβ.) παραδίνω, αφήνω,… … Dictionary of Greek
ενδίδω — (AM ἐνδίδωμι) 1. υποχωρώ, υποκύπτω («μή συγχωρεῑν ἐνδόντα τῇ τῶν πλειόνων γνώμη», Δημ.) 2. (για στέγη, πόρτα ή εύκαμπτα αντικείμενα) υποχωρώ, λυγίζω («με την ώθηση η σκεπή ενέδωσε») μσν. προστάζω, διατάζω αρχ. 1. δίνω στα χέρια («ἐνδοῡναι τήν… … Dictionary of Greek
καθυπείκω — (AM) (επιτατ. τού είκω) υποχωρώ, υποχωρώ εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)* + ὑπ είκω «υποχωρώ»] … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
υπείκω — ΜΑ, και επικ. τ. ὑποείκω Α μτφ. υποχωρώ, ενδίδω, υποτάσσομαι (α. «πείθεσθε τοῑς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε», ΚΔ β. «οἱ μοναχοὶ τῷ κληρονόμῳ μου,... ὑποτασσόμενοι καὶ ὑπείκοντες ἔσονται», Μιχ. Ατταλ.) αρχ. 1. αποχωρώ, αποσύρομαι, απομακρύνομαι 2 … Dictionary of Greek
ανάγω — (Α ἀνάγω) 1. οδηγώ προς τα επάνω, υψώνω, ανυψώνω, ανεβάζω 2. λέγω ή υποστηρίζω πού οφείλεται κάτι, τό φέρνω πίσω στην αρχή ή την αιτία τού, αποδίδω, αναφέρω νεοελλ. 1. αναφέρω, αποδίδω χρονικά 2. μεσ. ανήκω χρονικά 3. μετασχηματίζω, μετατρέπω… … Dictionary of Greek
ανθυποχωρώ — (Α ἀνθυποχωρῶ) υποχωρώ αμοιβαία, υποχωρώ κι εγώ … Dictionary of Greek